- ενεχυρόγραφο(ν)
- το1. το ένα από τα δύο έγγραφα που αποδεικνύει την απόθεση εμπορευμάτων στις γενικές αποθήκες και με την οπισθογράφηση τού οποίου μπορεί το εμπόρευμα να ενεχυριαστεί σε τρίτο πρόσωπο2. απόδειξη παράδοσης και παραλαβής ενεχύρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχυρο(ν) + -γραφο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.